- μυθῶδες
- μῡθῶδες , μυθώδηςlegendarymasc/fem voc sgμῡθῶδες , μυθώδηςlegendaryneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
баснь — БАСН|Ь (46), И с. Вымысел, сказка, миф: оучению вънѣшьнѥмоу прикасашесѩ... съвѣдати елиньскыи ˫азыкъ. творьцемъ вънима˫а ѡ(т) нихъ же не басни. нъ пользьна˫а въсприѥмъ. (τὸ μυϑῶδες) ЖФСт XII, 39; Поганомысльнии. иже обычаю поганыихъ въслѣдоующе.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κατάψευσις — κατάψευσις, εύσεως, ἡ (Α) [καταψεύδομαι] ψευδής αφήγηση, ψευδής έκθεση («βέλτιον δὲ αἰτιᾱσθαι μεταβολὴν ἢ ἄγνοιαν ἢ κατάψευσιν τῶν τόπων κατὰ τὸ μυθῶδες», Στράβ.) … Dictionary of Greek
μυθώδης — ες (Α μυθώδης, ῶδες) [μύθος] αυτός που μοιάζει με μύθο, ο πλαστός («καὶ τὰ περὶ Κοίρανον ὄντα μυθώδη πίστιν ἔσχε», Πλούτ.) νεοελλ. μτφ. αυτός που υπερβαίνει τα όρια τής πραγματικότητας, υπερβολικός, αφάνταστος, αμύθητος, παροιμιώδης («μυθώδη… … Dictionary of Greek
ξάνδαρος — ξάνδαρος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) μυθώδες θαλάσσιο κήτος τού Ατλαντικού … Dictionary of Greek
προσεκπίπτω — Α [ἐκπίπτω] 1. (για τα νεύρα και τις σάρκες) μαραίνομαι, νεκρώνομαι («τῶν νεύρων προσεκπεσουμένων», Ιπποκρ.) 2. μτφ. περιέρχομαι σε μια κατάσταση, καταντώ («μυθῶδες τὸ πλάσμα καὶ εἰς πᾶν προσεκπῑπτον τὸ ἀδύνατον», Λογγίν.) … Dictionary of Greek
Ζιμπάμπουε — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ζιμπάμπουε Παλαιότερη ονομασία: Ροδεσία Έκταση: 390.759 τ. χλμ Πληθυσμός: 11.376.676 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Χαράρε (1.864.000 κάτ. το 2002)Κράτος της νοτιοκεντρικής Αφρικής. Συνορεύει στα Α και στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek